- Κασταλίδες
- Κασταλίδεςfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Касталиды — (Κασταλίδες) эпитет муз, обитавших на Парнасе, по источнику Касталии … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Κασταλίσιν — Κασταλίδες fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Castalides — CASTALĬDES, um, Gr. Κασταλίδες, ων, ein bekannter Beynamen der Musen, welchen sie von nur beschriebenem Brunnen, Castalia, haben. Gyrald. Synt. VII. p. 265 … Gründliches mythologisches Lexikon
κασταλία — Αρχαία ονομασία πηγής του Παρνασσού. Βρίσκεται κοντά στους Δελφούς, στο σημείο όπου οι Φαιδριάδες πέτρες σχηματίζουν γωνία. Σύμφωνα με την παράδοση πήρε την ονομασία της από τη νεαρή νύμφη που ρίχτηκε στην πηγή για να αποφύγει την καταδίωξη του… … Dictionary of Greek